- κερατηφόρος
- κερᾰτηφόρος, ον,A = κερασφόρος 1, Phaest. ap. Sch.Pi.P.4.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερατηφόρος — κερατηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφ η φόρος) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] … Dictionary of Greek
κερατηφόρε — κερατηφόρος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατηφόροι — κερατηφόρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατηφόρων — κερατηφόρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek